συντεθειμένης

συντεθειμένης
συντίθημι
place
perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονοτονία — η (ΑΜ μονοτονία) [μονότονος] 1. έλλειψη ηχητικής ποικιλίας που προκαλεί ανία 2. (στη βυζαντινή μουσική) είδος ψαλμωδίας συντεθειμένης σε απλούς και βραχείς χρόνους με γοργό ή δίγοργο σημείο νεοελλ. 1. (για ύφος λόγου) η έλλειψη κάθε περιγραφικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”